- κουφαμάρα
- ηη ιδιότητα του κουφού, βαρηκοΐα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουφαμάρα — η η κατάσταση τού κουφού, κωφότητα ή βαρηκοΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφός + αμάρα (πρβλ. κουτ αμάρα, μουγγ αμάρα)] … Dictionary of Greek
-αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… … Dictionary of Greek
ανηκουστία — η (Α ἀνηκουστία) 1. η έλλειψη της αίσθησης της ακοής, κουφαμάρα 2. ανυπακοή, παρακοή … Dictionary of Greek
κουφάγρα — κουφάγρα, ἡ (Μ) κουφαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) * (Ι) + άγρα*] … Dictionary of Greek
κουφωμός — κουφωμός, ὁ (Μ) κουφαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουφώ, αμάρτυρος παρλλ. τ. του κωφόω/ ῶ ή από αμάρτ. *κωφωμός (< κωφῶ)] … Dictionary of Greek
κουφός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
κωφεία — κωφεία, ἡ (Α) [κωφεύω] κωφότητα, κουφαμάρα … Dictionary of Greek
κωφότητα — η (AM κωφότης, ητος) [κωφός] 1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα 2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.) 3. μτφ. νωθρότητα αρχ. αδυναμία τής ακοής, βαρηκοΐα … Dictionary of Greek
κώφευσις — κώφευσις, ἡ (Α) [κωφεύω] κωφότητα, κουφαμάρα … Dictionary of Greek
κώφωμα — κώφωμα, τὸ (Α) [κωφώ] κωφότητα, κουφαμάρα («κώφωμα ἐκ φρενίτιδος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek